Θέλω να μιλήσω. Να πω αλήθειες. Να ξεκινήσω από αυτούς που αποκαλούμε πολιτικούς, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από δημοσιοσχετίστες. Αυτούς που θαυμάζετε. Τα «καλά παιδιά» που δεν το χωράει το μυαλό πόσο καλά δεν είναι. Που κλείνουν απότομα το τηλέφωνο, που δεν έχουν χρόνο, που εκμεταλλεύονται τραγικά γεγονότα της ζωής τους για να κερδίσουν κάτι παραπάνω, λες και όλοι οι υπόλοιποι ζούμε μια καθημερινότητα στα λιβάδια κυνηγώντας πεταλούδες.
Όταν πεθαίνουν άνθρωποι και η ταφή τους γίνεται θέμα…διαχείρισης. Όταν δίνεται εντολή να περιμένει η κηδεία, γιατί πρέπει να επιστρέψει από το εξωτερικό ο “επιφανής” για να καταθέσει στεφάνι. Για το θεαθήναι. Για το επικοινωνιακό παιχνίδι. Για το φαίνεσθαι, όχι για την ουσία. Τι να πεις;
Ζούμε εγκλωβισμένοι σε μια ψεύτικη πραγματικότητα, όπου για να επιβιώσεις, πρέπει να συμβιβαστείς. Ακόμα και στο δικό μου site, που δεν ανήκει σε πολιτικές ομπρέλες και αν ποτέ το κάνει, θα το κάνει με στοιχεία, με εκνευρίζει που επιβάλλουν περιορισμούς σε όλα τα site. «Μην γράψεις αυτό, μην πεις εκείνο.»
Την ίδια ώρα, η κοινωνία των social media έχει μετατραπεί σε ένα ατελείωτο πανηγύρι. Ημίγυμνες γυναίκες, προσβολές, άνθρωποι μαστουρωμένοι, μεθυσμένοι. Θέλουν να βγάλουν τον πόνο και τη μοναξιά τους σε μια οθόνη, και σε καμία περίπτωση δεν τους κατακρίνω. Έτσι κι αλλιώς, πού να “πάνε”;
Αφού στη χώρα της ευημερίας, με το που ανοίγεις την πόρτα σου, πρέπει να έχεις κάτι χρωματιστά κωλόχαρτα, όπως τα αποκαλούμε στο σπίτι, χαριτολογώντας. Και τον λόγο τον ξέρουν καλά αυτοί που πρέπει να τον ξέρουν. Ή, καλύτερα, αυτοί που κάνουν τα κουμάντα στα κρατικά ταμεία.
Ευτυχώς, ξέφυγα από αυτό το παιχνίδι. Δεν θα συμβιβαστώ. Δεν θα προωθήσω τίποτα που δεν πιστεύω. Αυτό που κάνω, το κάνω όπως θέλω εγώ. Take it or leave it.
Όταν βλέπεις έναν δημόσιο υπάλληλο να κάνει ό,τι θέλει, να αλωνίζει, να προσβάλλει, να λειτουργεί σαν να του ανήκει η θέση, το γραφείο, η εξουσία. Όχι γιατί έχει ικανότητες, όχι γιατί αξίζει, αλλά γιατί έχει τις “σωστές” γνωριμίες. Γιατί είναι ο “άνθρωπος” κάποιου. Πώς να αντιδράσεις;
Και πες ότι αντέχεις. Ότι σιωπάς. Ότι προσπερνάς για να μη φθείρεσαι άλλο. Αλλά όταν έρθει η στιγμή να διεκδικήσεις το δίκιο σου, να βρεις έναν δρόμο μέσα στο χάος, τότε τι κάνεις;
Πού να στραφείς, όταν το ” 70%” της Κύπρου είναι δικηγόροι και το υπόλοιπο συγγενείς, φίλοι ή “κολλητοί” τους; Όταν η δικαιοσύνη δεν είναι για όλους, αλλά για όσους έχουν γνωριμίες, πρόσβαση, χρήμα; Όταν η αλήθεια δεν μετράει, γιατί αυτός που θα την κρίνει είναι ήδη διαμορφωμένος, το παιχνίδι ήδη στημένο.
Της Νικολέτας Χρήστου
Powered by Solid Posts
0 Comments