Λίγες μέρες πριν το τέλος του χρόνου. Ο χρόνος περνά, τα ίδια ερωτήματα μένουν. Πώς καταντήσαμε έτσι; Πού χάθηκε η ζεστασιά, η καλοσύνη, η ανθρωπιά; Δίνεις το χαμόγελό σου, προσφέρεις καλή διάθεση, και το μόνο που λαμβάνεις πίσω είναι βλέμματα κενά, ψυχρά, λες και είσαι διακοσμητικό στοιχείο σε έναν κόσμο που τρέχει χωρίς εσένα.
Ζούμε σε μια κοινωνία που μοιάζει να έχει καταργήσει το «ευχαριστώ». Πλέον, ευγένεια σημαίνει αφέλεια. Να είσαι δίκαιος; Αφέλεια. Να δείξεις ενδιαφέρον; Μάλλον «κάτι θες να κερδίσεις». Καλωσορίσατε στην εποχή της μεγάλης απογοήτευσης.
Μεγαλώνουμε – ωραία λέξη για να περιγράψεις τη διαδικασία όπου καταλαβαίνεις πως τίποτα δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Ο κόσμος έγινε ένα μεγάλο σκηνικό συμφερόντων, κι εμείς τα πιόνια του παιχνιδιού. Όλοι οι άλλοι φταίνε. Όχι εμείς. Εμείς είμαστε τα θύματα, σωστά;
Θυμάμαι κάποτε, όταν ακόμα υπήρχε λίγη ελπίδα, λέγαμε «το αύριο θα είναι καλύτερο». Έχετε δει αυτό το αύριο; Γιατί εγώ όχι. Το αύριο που περιμέναμε είναι γεμάτο λογαριασμούς, ευθύνες, και έναν συνεχόμενο αγώνα για το αυτονόητο. Να ζεις, να πληρώνεις, να σωπαίνεις. Εξάλλου, αν τολμήσεις να παραπονεθείς, γίνεσαι «γκρινιάρης», «υπερβολικός», ή απλώς «ενοχλητικός».
Η χώρα μας, η λαμπρή Κύπρος, τα κατάφερε περίφημα. Κτίσαμε πύργους! Μας γέμισαν υποσχέσεις για «ανάπτυξη». Υπογράψαμε συμφωνίες δισεκατομμυρίων για έργα που δεν θα δούμε ποτέ από κοντά, εκτός κι αν γίνουμε γείτονες με τους δισεκατομμυριούχους που τα χρηματοδότησαν. Η καθημερινότητά μας όμως; Χαμένη στη φθήνια. Φθήνια παντού: στις κουβέντες, στις πράξεις, στις προτεραιότητες.
Κι εμείς; Εμείς τρέχουμε. Για τη βενζίνη, για το ρεύμα, για το γάλα των παιδιών μας. Και αν μείνει τίποτα στο τέλος του μήνα – αν είσαι τυχερός – μπορείς να κάνεις μια μικρή πολυτέλεια. Ίσως ένα καφέ; Ε, τι άλλο να ζητήσεις από τη ζωή;
Τώρα πια, δουλεύουμε (όσοι είναι «τυχεροί) απλώς για να πληρώνουμε, για να υπάρχουμε. Και η ερώτηση παραμένει: υπάρχουμε; Ή απλώς επιβιώνουμε;
Η αλήθεια είναι πως έχουμε μάθει να βολευόμαστε. Να ανεχόμαστε τη μετριότητα, να χειροκροτούμε το ψέμα, να αποθεώνουμε τη φθήνια. Γιατί; Γιατί έτσι μάθαμε. Γιατί μας έπεισαν ότι αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε.
Όμως, υπάρχει κάτι μέσα μου – μέσα μας – που δεν λέει να σωπάσει. Ίσως να είναι η ανάμνηση μιας καλύτερης εποχής. Ίσως να είναι η ελπίδα ότι, ακόμα κι αν όλα μοιάζουν χαμένα, μπορούμε να ξαναθυμηθούμε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Γράφω, όχι γιατί περιμένω να αλλάξω τον κόσμο, αλλά γιατί πιστεύω πως δεν πρέπει να σιωπούμε. Γιατί ίσως, αν θυμηθούμε την αξία της καλοσύνης, του σεβασμού, της ανθρωπιάς, να βρούμε πάλι τον δρόμο μας. Αξίζουμε κάτι καλύτερο. Αρκεί να το πιστέψουμε.
0 Comments