Σε φαντάζομαι, μάλλον, ακριβώς όπως είσαι.
Καθισμένος αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα. Στο ένα χέρι ένα ποτήρι μέσα του ο κόσμος σου: Δύο παγάκια και το ακριβό ουίσκι. Στον καρπό σου ένα διακριτικό, αλλά πανάκριβο ρολόι. Στο δάχτυλο, το γνωστό δαχτυλίδι.
Ακούς μουσική. Όχι απαραίτητα αυτή που σου αρέσει. Δεν θέλεις να ενοχλήσεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά που κοιμούνται. Χαζεύεις το κινητό. Χρόνια μαζί του, χαμένος σε εικόνες τόσο απλοϊκές, που ποτέ δεν έζησες. Δεν το επέτρεψε το επάγγελμά σου. Αυτό που καθορίζει το όνομα και το επίθετό σου.
Θέλεις να μιλήσεις με εκείνη την κοπέλα που σου κάνει εντύπωση. Πραγματική εντύπωση. Μα δεν τολμάς. Ο άλλος σου εαυτός, όμως, τολμά. Μιλά, γράφει, νιώθει υπέροχα.
Στην άλλη άκρη της οθόνης, μια επιβλητική παρουσία. Σχεδόν απλησίαστη. Με μια δόση μυστηρίου. Με ελάχιστες φωτογραφίες, γνωστών. Σε κάνει να νιώθεις ηρεμία. Αυτή που αναζητάς. Γιατί λέει ακριβώς αυτά που αισθάνεσαι για εσένα.
Δεν είναι φλερτ. Δεν είναι γνωριμία ερωτικού ή φιλικού σκοπού. Είναι η ανάγκη της αυτοκριτικής που αναζητάς. Αυτής που δεν τολμάς να εκφράσεις ούτε στον εαυτό σου. Ούτε σε φίλο. Ούτε στην αγαπημένη, στη γυναίκα, στην ερωμένη σου.
Στην άλλη γραμμή, εκείνη είναι κλεισμένη σε έναν κόσμο που δεν πλησιάζει κανείς. Όχι γιατί έχει «τραύματα» ή το παίζει «γατούλα» ή «άντρας της ζωής της». Αλλά γιατί ξέρει το παιχνίδι της ζωής.
Σου ρίχνει δυο ατάκες. Δύο μόνο. Ξέρει πως αυτές αρκούν για να σε λιώσουν, όπως το παγάκι στο ποτό σου.
Σου λέει, εμμέσως πλην σαφώς, πως αν ήταν το κοριτσάκι με τα σπίρτα, δεν θα είχε ούτε σπίρτα.
Ούτε για να γίνει παραμύθι.
Ούτε καν το δικό σου παραμυθάκι.
Αυτό που χρόνια αναζητάς. Να το διαβάσεις και να το πετάξεις στο πάτωμα, πριν το μαζέψει η νταντά σου.
Και ξαφνικά, σου φεύγει η μαγεία. Και μένει μόνο η μαγκιά.
Νόμιζες πως ένιωσες ωραία πριν σερβιριστεί το παραμύθι.
Μα μόνο ωραία δεν ένιωσες.
Επικοινωνία έψαχνες. Και νόμιζες πως κερδίζεται μ’ ένα δάχτυλο που πηγαινοέρχεται στην οθόνη του, μάλλον τελευταίας τεχνολογίας κινητού σου.
Μετά, χάνεσαι.
Όπως χαμένος είσαι εδώ και χρόνια.
Η δουλειά σού έδωσε χρήμα. Και σου πήρε χρόνο.
Έχτισες όνομα, επιχειρήσεις. Απέκτησες αμάξια, γυαλισμένα, μπαρκαρισμένα. Πεθαμένα. Ακίνητα.
Δεν έχεις πού να πας.
Ποιους να εμπιστευτείς.
Πέρα από συνεργάτες, υπαλλήλους.
Κι εκεί, πάλι, κλεισμένος σε μια επιφάνεια είσαι.
Χαίρομαι που σε ξεκλείδωσα, παίζοντας το παιχνίδι…
Και χαίρομαι που επιβεβαιώθηκα πανηγυρικά:
…οι άνθρωποι…
Δεν αλλάζουν.
Μόνο αποκαλύπτονται.
Και εσύ, αποκάλυψες περισσότερα απ’ όσα θα ήθελες.
Δεν το κατάλαβες αμέσως.
Αλλά έγινε.
Σε μια στιγμή που έμοιαζε σαν όλες τις άλλες, έγινε η ρωγμή.
Εκείνη η μικρή, ανεπαίσθητη χαραμάδα που, αν την αφήσεις, μεγαλώνει.
Και τώρα τι;
Θα συνεχίσεις την επόμενη μέρα σαν να μην συνέβη τίποτα.
Θα φορέσεις το ρολόι στον καρπό, θα σφίξεις το δαχτυλίδι στο δάχτυλο, θα σηκώσεις το κινητό.
Επαγγελματικά μηνύματα, υποχρεώσεις, επαφές.
Πρωινός καφές, βλέμμα στον καθρέφτη.
Και μια σκέψη που δεν θα σε αφήσει:
Τι θα γινόταν αν…
Αλλά δεν έχεις χρόνο για «αν».
Ποτέ δεν είχες.
Θα συνεχίσεις να πηγαίνεις, να έρχεσαι, να διαχειρίζεσαι, να αποφεύγεις.
Θα γυρίσεις στο σπίτι το βράδυ, θα ακουμπήσεις το κινητό στο κομοδίνο, θα κοιτάξεις το ποτήρι που σε περιμένει.
Και θα κάνεις αυτό που ξέρεις καλύτερα:
Θα ρίξεις δύο παγάκια.
Θα γεμίσεις το ποτήρι.
Και θα προσποιηθείς ότι η ρωγμή δεν υπάρχει.
Αποφεύγοντας τη φλυαρία, δεν χάνεσαι σε λέξεις. Χάνεσαι σε σιωπές.
Της Νικολέτας Χρήστου
0 Comments