Ο μπαμπούλας των παιδικών μας χρόνων δεν ήταν ούτε κάποιο σκοτεινό πλάσμα κάτω από το κρεβάτι, ούτε ένας φανταστικός εχθρός στις αφηγήσεις των μεγάλων. Ήταν ένα τεράστιο ρολόι, που καταλάμβανε όλη την οθόνη της τηλεόρασης, εκείνης της παλιάς τηλεόρασης με το μεγάλο κουτί και τα αναλογικά κουμπιά, προτού έρθουν οι σημερινές «έξυπνες» τηλεοράσεις.
Όταν αυτό το ρολόι εμφανιζόταν, με τις συγκεκριμές νότες που ακόμη τις θυμάμαι, ήμασταν καταδικασμένοι. Δεν υπήρχε διαφυγή. Ο δείκτης πλησίαζε επικίνδυνα 8.30 και το άγριο αν και συγκρατημένο βλέμμα της μητέρας μας μας προειδοποιούσε: Η ώρα για ύπνο είχε φτάσει. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης. Το ρολόι ήταν αμείλικτο, ένα άτυπο αλλά απόλυτο σύμβολο εξουσίας μέσα στο σπίτι.
Δεν θυμάμαι ποτέ να ακούω τον εκφωνητή Κ. Κουκίδη ή έστω να ακούω τις ειδήσεις που ακολουθούσαν. Το μόνο που είχε σημασία ήταν ότι το ρολόι είχε μιλήσει. Ήταν λες και εκείνη την ώρα κατέβαιναν διμοιρίες της αστυνομίασ για να μας συλλάβουν.
Κάθε βράδυ, λοιπόν, η ίδια σκηνή. Το σαλόνι φωτιζόταν από την λάμψη του γιγάντιου μπλε ρολογιού, και μέσα μας γεννιόταν η ίδια μικρή επαναστατική σκέψη: «Άραγε, θα μπορούσαμε να μείνουμε λίγο ακόμα ξύπνιοι;» Σκέψη πάντα, έτσι;
Σήμερα, με τις smart τηλεοράσεις και τις άπειρες επιλογές περιεχομένου, τα παιδιά δεν έχουν αυτόν τον αδυσώπητο «μπαμπούλα». Κανένα ρολόι δεν εμφανίζεται επιβλητικά για να επιβάλει το τέλος της ημέρας. Κι όμως, ίσως να του χρωστάμε κάτι: Μια εποχή που, όσο αυστηρή κι αν έμοιαζε, είχε τη δική της γοητεία και μια ξεκάθαρη αίσθηση ρυθμού, που σήμερα έχει χαθεί.
Της Νικολέτας Χρήστου
Βίντεο: Retro cyprus
0 Comments